Συνεντεύξεις-Κριτικές


Γιάννης Αλιγιζάκης
Κυνηγώ γιατί είμαι ελεύθερος

Συνέντευξη στην Ειρήνη Φ. Κουτσαύτη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερος Τύπος ΚΥΝΗΓΙ τχ. 30, στις 2/6/2010
[ Στα επόμενα 2 τεύχη το περιοδικό δημοσίευσε αποσπάσματα από το βιβλίο ]

Συχνά ακούμε τις κυνηγετικές εμπειρίες και τις ιστορίες που λέγονται ανάμεσα σε κυνηγούς, όταν έχουν κάνει μια καλή εξόρμηση ή όταν έχουν γυρίσει κουρασμένοι και καταλασπωμένοι. Τι να λέει, άραγε, ένας χειρουργός ορθοπαιδικός και 35 χρόνια κυνηγός όταν επιστρέφει στο σπίτι του και τι ήταν αυτό που τον έσπρωξε στη συγγραφή ενός βιβλίου για την μπεκάτσα;

Ο γιατρός Γιάννης Αλιγιζάκης είναι ένας ρο­μαντικός κυνηγός. Μιλά με πάθος για το κυνήγι, τα σκυλιά και όταν σου μιλά για την πατροπα­ράδοτη δραστηριότητα σε κοιτά στην ευθεία μέσα στα μάτια. Ξέρει καλά πως για να διαφυλαχτεί το κυνήγι σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς χρειάζεται ορθή διαχεί­ριση απ' όλους. Ίσως κι αυτός να ήταν ο λόγος που η μεγάλη του αγάπη έγινε βιβλίο και οι τεχνικές του για την μπεκάτσα μεταμορ­φώθηκαν σε ένα χρήσιμο οδη­γό για κάθε κυνηγό με τον τίτλο «Μπεκάτσα: Το κυνήγι της βα­σίλισσας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φαρφουλάς.

Πότε ξεκινήσατε τα κυνηγετικά σας περπατήματα;
Ούτε που θυμάμαι! Το μόνο που ξέρω σίγουρα είναι πως η πρώτη άδεια που έβγαλα ήταν το 1979-'80. Όταν ήμουν μικρότερος κυ­νηγούσα με τον πατέρα και τους θείους μου στα Σφακιά απ' όπου και κατάγομαι. Ο πατέρας μου ήταν ουσιαστικά ο πρώτος δά­σκαλος, εκείνος που με «πότισε» με τις εμπειρίες του και έγινα κι εγώ κυνηγός. Ήταν τόσο το πά­θος και η αγάπη του για το κυνή­γι που μέσα στο βιβλίο μου περι­γράφω και εμπειρίες αλλά και τα συμπεράσματα που εκείνος είχε βγάλει.

Κυνηγούσατε ανέκαθεν την μπεκάτσα;
Στην Κρήτη κυνηγούσαμε περισ­σότερο πέρδικα, λόγω της πλη­θώρας της. Τα τελευταία 10 χρό­νια κυνηγώ μπεκάτσα, γιατί η πέρδικα έχει μεν ελαττωθεί αλλά και γιατί σιγά σιγά μεγαλώνοντας νιώθω ότι ψηλώνουν και τα βου­νά! Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η μπεκάτσα είναι εύκολη. Αντι­θέτως, αν κυνηγάς συστηματικά αυτό το θήραμα είναι πολύ κο­πιαστικό, γιατί μπαίνεις σε δύ­σκολα και δύσβατα μέρη με με­γάλες κλίσεις. Αρκεί να σου πω ότι για να κάνεις ένα αποδοτι­κό, σε σηκώματα πουλιών, κυνήγι μπορεί να περπατάς από το πρωί έως και το μεσημέρι. Ειδικά αν το πουλί είναι για καιρό στο χώρο του έχει πονηρέψει και εί­ναι ιδιαίτερα δύσκολο να το ανα­καλύψεις.

Πώς κρίνετε τη φετινή κυνηγετική σεζόν;
Ήταν δύσκολη χρονιά. Είδαμε φο­βερά πράγματα, μιας και οι μπε­κάτσες περπατούσαν πάρα πολύ. Σηκώναμε τρεις φορές το θήραμα για να καταφέρουμε να το μπλο­κάρουμε! Στο τέλος την κλείνα­με εμείς, γιατί κάθε φορά που τη φέρμαραν τα σκυλιά δεν σηκω­νόταν αλλά περπατούσε μέσα στο πυκνό για 150 μέτρα και δώσ' του ξανά από την αρχή. Θυμάμαι μια φορά που στο τέλος είπα στο συγκυνηγό μου: «Αποστόλη, τρέχα κλείσ' την γιατί θα μας ξαναφύ­γει!». Μα να σε πηγαίνει μια μπε­κάτσα ένα χιλιόμετρο μακριά από την αρχική φέρμα;

Ποια είναι η ιδανική ψυχοσύνθεση εκείνου που θέλει να κυνηγήσει μπεκάτσα;
Στο κυνήγι της μπεκάτσας, αν έχεις καλό σκύλο, δεν έχεις δι­καίωμα να εκνευριστείς. Πρέ­πει να είσαι ήρεμος για να είσαι αποτελεσματικός. Η ηρεμία χάνε­ται συνήθως με δύο παράγοντες: Πρώτον ένα κακό ή άμαθο σκυλί που μπορεί να μη φερμάρει σω­στά, να την ξεσηκώσει άγαρμπα ή την ώρα που δεν περιμένεις εσύ (το σκυλί φυσικά δεν ευθύνεται σε περίπτωση που το έχουμε χαλάσει εμείς ή απλώς είναι κουρα­σμένο). Ο επόμενος παράγοντας είναι ο κακός σύντροφος που θα χαλάσει την τουφεκιά, δεν θα έρ­θει σωστά, θα μπερδέψει το δρό­μο ή θα τα παρατήσει τη στιγμή που δεν πρέπει. Η μπεκάτσα έχει τις πονηριές της, τις τεχνικές και τη σοφία της. Ένα τέτοιο θήραμα απαιτεί το σεβασμό και την ηρε­μία του κυνηγού της και όχι τον εκνευρισμό.

Με τι σκυλί κυνηγάτε;
Με Κούρτσχααρ τα τελευταία 35 χρόνια. Υπάρχει μάλιστα μια «φήμη» ότι το συγκεκριμένο σκυ­λί είναι ιδιαίτερα σκληροτράχη­λο ως χαρακτήρας. Μετά τα τόσα χρόνια που κυνηγώ μ' αυτά τα σκυλιά μπορώ να πω ότι είναι από τους πιο μαλακούς χαρα­κτήρες. Τα πρώτα σκυλιά, τη δε­καετία του '80, που ήρθαν στην Ελλάδα, ήταν καθαρά γερμανι­κής προέλευσης και εκπαίδευσης. Ηταν λάτρεις του τριχωτού και όντως ήθελαν ένα ειδικό χειρι­σμό και κοντρολάρισμα στο κυνή­γι τους. Φυσικά ήταν άριστα σκυ­λιά και πολύ καλές μύτες.

Πώς δικαιολογείτε την κυριαρχία του Σέτερ στο φτερωτό;
Νομίζω πως η δεκαετία του '80 ήταν καθοριστική σ' αυτό το θή­ραμα, γιατί τα Σέτερ είναι πιο μα­λακά σκυλιά σε σχέση με άλλες φυλές. Επίσης, γενεαλογικά, και σ' ό,τι αφορά τις σειρές που βγαί­νουν στο εξωτερικό, τα ζώα ήταν πιο ήπια. Επίσης άλλος ένας λό­γος που επικράτησαν τα Σέτερ είναι το χρώμα τους. Μέσα στο δάσος αυτά τα σκυλιά φαίνονται. Πλέον, όμως, αυτό ξεπεράστηκε. Το Κούρτσχααρ που έχω πια όλα τα «ένσημά» μου, είναι το σκυλί για όλες τις καταστάσεις.

Κάνετε δικές σας γέννες με Κούρτσχααρ;
Όχι και αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτα απ' όλα είναι ταλαιπω­ρία, αλλά κυρίως δεν ξέρω πού θα πάνε τα κουτάβια και κατά πόσον θα τα φροντίζουν αυτοί που θα τα πάρουν. Θα τα εκτι­μήσουν όπως τα έχω εκτιμή­σει εγώ ή θα τα παραμελήσουν; Ακούγεται λιγάκι εγωιστικό αυτό που λέω αλλά η πείρα μου πια μετράει 35 χρόνια. Πηγαίνω εγώ ο ίδιος στους Ιταλούς εκτροφείς και παίρνω τα σκυλιά μου. Τα τελευταία 10-12 χρόνια επιλέγω κάποια ήσυχα και γρήγορα ζώα. Έχω σκυλιά που πηγαίνουν στο βουνό και νομίζεις ότι βλέπεις ζαρκάδι να τρέχει. Το κάθε σκυλί μαζί με το ταξίδι μπορεί να μου κοστίσει έως και 3.000€. Είναι δυνατόν να κάνω μια γέννα και να μην ξέρω πού θα καταλήξουν τα κουτάβια;

Θεωρείτε την ερώτηση περί «αγαπημένου θηράματος» σωστή ή λάθος;
Νομίζω ότι είναι άτοπη, μιας και όλα τα θηράματα είναι αγαπημέ­να για έναν κυνηγό. Το κυνήγι είναι από τη φύση του υπέροχο. Προσωπικά μ' αρέσει πάρα πολύ το μπεκατσίνι, γιατί εκεί βλέπω την αξία του σκύλου. Αν βρω ένα σύντροφο ικανό σ' αυτό το θήρα­μα, καταλαβαίνω ότι πρόκειται για έναν πανέξυπνο και ικανό­τατο σκύλο. Πρέπει να φερμάρει από πολύ μακριά, ώστε να μην αγριέψει το μπεκατσίνι.

Ποιο είναι το θήραμα που δεν θα κυνηγούσατε ποτέ;
Θα μου επιτρέψεις να σου απα­ντήσω με έμμεσο τρόπο: Κάπο­τε, σε ένα κυνήγι μου στην Ξάν­θη γνώρισα έναν Ελληνοκαναδό. Εκείνος μου είπε ότι όταν θηρεύσεις ένα τρυγόνι, το ταίρι του δεν ξαναγίνεται ποτέ ζευγάρι με κά­ποιο άλλο. Όταν επέστρεψα στο γραφείο μου το έψαξα και όταν διάβασα ότι ο Ελληνοκαναδός είχε δίκιο, συγκλονίστηκα και δεν ξανακυνήγησα τρυγόνια.

Είστε υπέρ ή κατά του καρτεριού;
Είμαι κατά, για όποιο είδος φτε­ρωτού κι αν μιλάμε. Θεωρώ αυτό τον τρόπο κυνηγιού εγκληματικό. Με αυτόν τον τρόπο μιλάμε για ένα επαγγελματικό κυνήγι που βοηθά τις μαζικές καταναλώσεις των φυσιγγίων. Για μένα όμως αυτό δεν είναι κυνήγι, αλλά σκο­ποβολή.

Γιατί αποφασίσατε να γράψετε ένα βιβλίο για την μπεκάτσα;
Γιατί πιστεύω ότι η μπεκάτσα ως θήραμα έχει τόσο περίεργη συ­μπεριφορά όσον αφορά τη μετανάστευση, τον τόπο που θα κά­τσει, πόσες μέρες θα μείνει και για ποιο λόγο θα διαλέξει το συγκεκριμένο υψόμετρο και άλλα πολλά που αν τα καλοψάξεις σε ξετρελαίνουν! Να πω την αλή­θεια... δεν νομίζω ότι θα μπορέ­σει ποτέ κανένας να ανακαλύψει όλα τα μυστικά της. Το προσπά­θησα! Αρκεί να σου πω ότι για τα 4 χρόνια που έκανα την έρευνα για την μπεκάτσα είχα μαζί μου ένα πολυόργανο που έφερα από τον Καναδά που είχε υγρόμετρο και θερμόμετρο εδάφους. Καθό­μουν λοιπόν και μετρούσα την υγρασία και τη θερμοκρασία σε κάθε μέρος που σήκωνα μια μπε­κάτσα για να μπορέσω να βγάλω ένα λογικό συμπέρασμα. Ε, λοι­πόν, άκρη δεν έβγαλα!
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να γραφτεί ένα τόσο πυκνογραμμένο κυνηγετικό βιβλίο;
Δούλεψα περίπου. 4 χρόνια σε χειρόγραφα. Συνέχεια διόρθω­να, έσβηνα και έγραφα μέχρι που είπα πως αν αλλάξω έστω και μια λέξη θα υποπέσω σε λάθη. Δυσκο­λεύτηκα πραγματικά να το «μαζέ­ψω», γιατί δεν ήθελα να φτιάξω ένα αφηγηματικό βιβλίο αλλά ένα τεχνικό και χρηστικό οδηγό γι' αυτό το είδος, με βάση την ερευ­νά μου. Δεν με ενδιέφερε να γράψω ιστορίες. Έχω όμως πολλές και σκέφτομαι μάλιστα κάποια στιγμή να τις εκδώσω.

Σας βοήθησε κάποιος στην απόφασή σας να γράφετε;
Όχι. Ήταν δική μου σκέψη. Για χρόνια ήταν ένα κρυφό όνειρο.

Οι ασθενείς ξέρουν ότι είστε κυνηγός;
Μόνο το ξέρουν; Όταν λείπω βάζω ένα καρτελάκι που λέει: «Ο γιατρός λείπει σε συνέδριο». Επιστρέφοντας, οι γνώστες πάντα με ρωτούν: «Γιατρέ, πώς πήγε το συ­νέδριο; Βρήκες τίποτα;». Εδώ που τα λέμε έχω πάει σε 30 συνέδρια μέχρι στιγμής στην καριέρα μου. Πρέπει, βλέπεις, να είμαι ενημερωμένος σε ό,τι αφορά τον κλά­δο μου.

Η οικογένεια δέχεται το ρόλο σας ως κυνηγό;
Η γυναίκα μου είναι συγκαταβατικός άνθρωπος και δεν έχει αρ­νηθεί ποτέ το κυνήγι. Οι κόρες μου πάλι έμαθαν το κυνήγι μέσα από μένα. Και οι τρεις γυναίκες μου ξέρουν τις απόψεις μου.

Θα τις μοιραστείτε μαζί μας;
Από τα πρώτα χρόνια που κυ­νήγησα πιστεύω ότι η φύση θέ­λει διαχείριση. Το ότι το κυνήγι στην Ελλάδα είναι απεμπολημένο από την Πολιτεία, αυτό είναι ένα κοινό μυστικό. Το ότι αντι­μετωπίζεται πρόχειρα, κι αυτό το ξέρουμε όλοι. Ότι στην Ελλά­δα αυτή τη στιγμή επίσημα βγαί­νουν 250.000 άδειες (και ανεπί­σημα ούτε εγώ δεν ξέρω) όλοι το ξέρουμε. Ότι τα κυνηγετικά πε­ριοδικά είναι γεμάτα από καταγ­γελίες πολλών ειδών κι αυτό το ξέρουμε. Όλα όμως τα ζητήματα είναι θέματα πολιτικής διαχείρι­σης. Ο καθένας μετά τη λειτουρ­γία λαμβάνει το αντίδωρο. Έτσι κι ο λαός μας αυτή τη στιγμή πλη­ρώνει το αντίδωρο για τις πρά­ξεις του.

Έχουμε όμως την ψήφο μας κάθε 4 χρόνια;
Όχι μόνο. Ο λαός συμμετέχει κάθε μέρα…

Επιλέξατε να έχετε ένα ανεξάρτητο ιατρείο. Για ποιο λόγο;
Γιατί ήθελα να κυνηγώ και για να κυνηγώ χρειάζομαι ελεύθερο χρό­νο. Αυτή είναι η έννοια της από­λυτης ελευθερίας για τον καθένα, όπως έχει πει ο Πλάτωνας και ο Νίτσε. Ο άνθρωπος που δεν έχει ελεύθερα τα 2/3 της ημέρας του ζει στη σκλαβιά Εγώ είμαι γεννη­μένος κυνηγός και όχι σκλάβος.


 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Άρθρο από το Έθνος Κυνήγι

Ένα βιβλίο για τη «βασίλισσα»



Φίλος καλός από τα παλιά ο για­τρός Γιάννης Αλιγιζάκης, έκανε τελικά πραγματικότητα ένα όνειρο που είχε από παλιά. Εγραψε ένα βιβλίο αφιερωμένο στην... αγαπημένη του, που χρόνια τώρα τόσες συγκινήσεις του προσφέρει στα δάση και στα ρουμάνια της χώρας μας. «Το κυνήγι της βασίλισσας» είναι ο τίτλος του και βασίζεται στη μα­κροχρόνια εμπειρία του συγγρα­φέα, καθώς και στη διεθνή βιβλιογραφία.

Δίνοντας έμφαση στην αναζήτη­ση της μπεκάτσας μέσα στις ιδιό­μορφες συνθήκες της ελληνικής γης, το βιβλίο συνοδεύεται από χάρτες, πίνακες και έγχρωμο φω­τογραφικό υλικό. «Η φύση δεν είναι για ξόδεμα» προειδοποιεί από τον πρόλογό του κιόλας ο Γ. Αλιγιζάκης...

Το βιβλίο τυπώθηκε και κυκλοφο­ρεί από τις εκδόσεις «ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ».